- υπναγωγικός
- -ή, -ό, Ν(ψυχολ.) (για διαταραχές, συνήθως οπτικές ψευδαισθήσεις) αυτός που εμφανίζεται πριν από τον ύπνο, όταν το άτομο είναι μισοκοιμισμένο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hypnagogique < hypn(o)- (< ὑπνος) + -agogique (< αγωγικός)].
Dictionary of Greek. 2013.